- συναγγέλλω
- συναγγέλλω,A announce together, v. l. in D.H.10.26; simply, announce, Zos.4.55, 5.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγγέλλω — ΜΑ μσν. φέρνω είδηση αρχ. αναγγέλλω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συνάγγελος — ὁ, Α [συναγγέλλω] αυτός που αναγγέλλει κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek